Η Γαλλία, ως η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πρωτοφανή δημοσιονομική και πολιτική κρίση, που απειλεί να την οδηγήσει στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Στο επίκεντρο αυτής της κρίσης βρίσκεται ο Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, του οποίου οι κεντρώες πολιτικές, που κάποτε χαιρετίστηκαν ως μια φιλόδοξη προσπάθεια εκσυγχρονισμού της γαλλικής κοινωνίας και οικονομίας, φαίνεται να έχουν αποτύχει παταγωδώς. Η πολιτική αστάθεια, η αδυναμία σχηματισμού σταθερής κυβέρνησης, οι αμφιλεγόμενες οικονομικές μεταρρυθμίσεις και η αυξανόμενη δυσαρέσκεια του γαλλικού λαού έχουν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα, που θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο την εθνική οικονομία αλλά και τη σταθερότητα της ευρωζώνης.
Η άνοδος του Μακρόν και η κεντρώα ουτοπία
Ο Εμανουέλ Μακρόν ανήλθε στην εξουσία το 2017 με το κίνημα En Marche!, υποσχόμενος μια νέα εποχή για τη Γαλλία. Ως πρώην Υπουργός Οικονομίας και επενδυτικός τραπεζίτης, παρουσιάστηκε ως ο εκσυγχρονιστής που θα γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, προωθώντας φιλοευρωπαϊκές, κεντρώες πολιτικές. Οι μεταρρυθμίσεις του επικεντρώθηκαν στη φιλελευθεροποίηση της αγοράς εργασίας, τη μείωση της φορολογίας για τις επιχειρήσεις και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της γαλλικής οικονομίας. Ωστόσο, αυτές οι πολιτικές, αν και φιλόδοξες, συχνά θεωρήθηκαν ότι ευνοούν τις ελίτ και τις μεγάλες επιχειρήσεις, αποξενώνοντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Η μείωση των φόρων για τις επιχειρήσεις και τους πλούσιους, όπως η κατάργηση του φόρου περιουσίας (impôt sur la fortune), θεωρήθηκε από πολλούς ως δώρο στους πλούσιους, ενώ οι περικοπές σε κοινωνικές δαπάνες και η αύξηση των φόρων στα καύσιμα πυροδότησαν μαζικές διαδηλώσεις, όπως το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων το 2018-2019. Η αντίληψη ότι ο Μακρόν δίνει προτεραιότητα στις αγορές και στις ελίτ έναντι των αναγκών της μεσαίας και εργατικής τάξης έχει ριζώσει βαθιά, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη του λαού στις πολιτικές του.
Πολιτική αστάθεια και η πτώση του Μπαρνιέ
Η πολιτική κρίση στη Γαλλία κλιμακώθηκε το 2024, όταν η απόφαση του Μακρόν να προκηρύξει πρόωρες εκλογές τον Ιούλιο οδήγησε σε ένα κατακερματισμένο κοινοβούλιο. Η παράταξή του έχασε την απόλυτη πλειοψηφία, ενώ η άνοδος της ακροδεξιάς υπό τη Μαρίν Λεπέν και του αριστερού συνασπισμού του Ζαν-Λυκ Μελανσόν περιέπλεξε περαιτέρω το πολιτικό τοπίο. Ο διορισμός του Μισέλ Μπαρνιέ, ενός έμπειρου κεντροδεξιού πολιτικού, ως πρωθυπουργού τον Σεπτέμβριο του 2024 αποσκοπούσε στην αποκατάσταση της σταθερότητας και στην αντιμετώπιση του τεράστιου δημοσιονομικού ελλείμματος της Γαλλίας. Ωστόσο, η κυβέρνησή του κατέρρευσε μόλις τρεις μήνες αργότερα, μετά από πρόταση δυσπιστίας που υποστηρίχθηκε από μια απίθανη συμμαχία της ακροδεξιάς και της αριστεράς.
Η πτώση του Μπαρνιέ, που χαρακτηρίστηκε ως ο «συντομότερος σε θητεία πρωθυπουργός στη σύγχρονη ιστορία της Γαλλίας», αποκάλυψε την αδυναμία του Μακρόν να ελέγξει τις πολιτικές δυναμικές της χώρας. Η απουσία πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο, σε συνδυασμό με την έλλειψη συναίνεσης για τον προϋπολογισμό του 2025, έχει αφήσει τη Γαλλία χωρίς σταθερή κυβέρνηση, εντείνοντας την αβεβαιότητα.
Δημοσιονομική κρίση και φόβοι για χρεοκοπία
Η Γαλλία αντιμετωπίζει σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα στην ιστορία της, με το χρέος να υπερβαίνει το 110% του ΑΕΠ και το έλλειμμα να προβλέπεται στο 6% για το 2024. Η αδυναμία του Μακρόν να εφαρμόσει αποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις για τη μείωση του ελλείμματος, σε συνδυασμό με την πολιτική αστάθεια, έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη των αγορών. Το κόστος δανεισμού της Γαλλίας έχει αυξηθεί, φτάνοντας σε επίπεδα που ανταγωνίζονται αυτά της Ελλάδας, μιας χώρας που πριν από 15 χρόνια βρισκόταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει προειδοποιήσει ότι η ευρωζώνη κινδυνεύει να εισέλθει σε μια νέα κρίση χρέους, με τη Γαλλία να αποτελεί βασικό παράγοντα κινδύνου λόγω της χαμηλής ανάπτυξης και της πολιτικής αβεβαιότητας. Οι πολιτικές του Μακρόν, όπως η μείωση των φόρων για τις επιχειρήσεις χωρίς αντίστοιχες περικοπές δαπανών, έχουν επιδεινώσει το δημοσιονομικό πρόβλημα. Σύμφωνα με τον οικονομολόγο Λεό Μπαρινκού, «ο βασικός λόγος πίσω από τη σημερινή δημοσιονομική κρίση είναι οι ακάλυπτες επιταγές των φόρων που μείωσε ο Μακρόν» στο διάστημα 2017-2024.
Η πρόσφατη ανακοίνωση από τον νέο πρωθυπουργό Φρανσουά Μπαϊρού για ένα πακέτο λιτότητας ύψους 44 δισεκατομμυρίων ευρώ, που περιλαμβάνει περικοπές δημοσίων δαπανών και αυξήσεις φόρων, έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Η Μαρίν Λεπέν έχει απειλήσει να καταψηφίσει την κυβέρνηση, ενώ η κοινή γνώμη, ήδη εξαντλημένη από την υπερφορολόγηση, αντιδρά αρνητικά σε αυτά τα μέτρα.
Κοινωνική δυσαρέσκεια και ο ρόλος της αντιπολίτευσης
Η αποτυχία των κεντρώων πολιτικών του Μακρόν δεν περιορίζεται μόνο στην οικονομία αλλά επεκτείνεται και στην κοινωνική συνοχή. Η αίσθηση ότι ο Μακρόν δίνει προτεραιότητα στις αγορές και στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έναντι των αναγκών των απλών πολιτών έχει τροφοδοτήσει την άνοδο των ακραίων πολιτικών δυνάμεων. Η Μαρίν Λεπέν και ο Εθνικός Συναγερμός έχουν εκμεταλλευτεί τη δυσαρέσκεια, κερδίζοντας έδαφος στις εκλογές και παρουσιάζοντας τον Μακρόν ως αποκομμένο από την πραγματικότητα.
Παράλληλα, ο αριστερός συνασπισμός υπό τον Μελανσόν έχει κατηγορήσει τον Μακρόν για «αλαζονεία» και για πολιτικές που επιδεινώνουν τις ανισότητες. Η συμμαχία μεταξύ ακροδεξιάς και αριστεράς για την ανατροπή του Μπαρνιέ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της βαθιάς πόλωσης που έχει προκαλέσει η διακυβέρνηση του Μακρόν.
Ο αντίκτυπος στην Ευρωζώνη
Η κρίση στη Γαλλία δεν είναι μόνο εθνικό ζήτημα αλλά έχει ευρύτερες επιπτώσεις για την ευρωζώνη. Ως μια από τις πυλώνες της ευρωπαϊκής οικονομίας, η αστάθεια της Γαλλίας απειλεί να πυροδοτήσει ένα φαινόμενο ντόμινο, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η Γερμανία φλερτάρει με την ύφεση. Παρά τις καθησυχαστικές δηλώσεις αξιωματούχων, όπως του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, ότι τα γαλλικά ομόλογα δεν καταρρέουν, η εμπιστοσύνη των αγορών κλονίζεται.
Η αδυναμία της Γαλλίας να εγκρίνει έναν βιώσιμο προϋπολογισμό για το 2025, σε συνδυασμό με την πολιτική παράλυση, έχει οδηγήσει σε συγκρίσεις με την ελληνική κρίση χρέους του 2009-2010. Οι αγορές, που παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις, ανησυχούν ότι η Γαλλία μπορεί να γίνει ο «αδύναμος κρίκος» της ευρωζώνης, με απρόβλεπτες συνέπειες για το ευρώ.
Συμπέρασμα
Η αποτυχία των κεντρώων πολιτικών του Εμανουέλ Μακρόν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των Γάλλων πολιτών και να αντιμετωπίσουν τις δημοσιονομικές προκλήσεις έχει οδηγήσει τη Γαλλία σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η πολιτική αστάθεια, η κοινωνική δυσαρέσκεια και η επιδείνωση των δημοσιονομικών δεικτών συνθέτουν ένα σκηνικό που απειλεί να φέρει τη χώρα στο χείλος της πτώχευσης. Οι αποφάσεις του Μακρόν, όπως η πρόωρη προκήρυξη εκλογών και η επιλογή πρωθυπουργών που δεν κατάφεραν να ενώσουν το κατακερματισμένο κοινοβούλιο, έχουν επιδεινώσει την κρίση.
Για να αποφευχθεί η καταστροφή, η Γαλλία χρειάζεται επειγόντως πολιτική συναίνεση και ένα ρεαλιστικό σχέδιο για τη μείωση του ελλείμματος χωρίς να θυσιαστούν οι κοινωνικές παροχές. Ωστόσο, με την εμπιστοσύνη των πολιτών και των αγορών να φθίνει, ο Μακρόν βρίσκεται υπό τεράστια πίεση να αποδείξει ότι μπορεί να οδηγήσει τη χώρα μακριά από τον γκρεμό. Αν αποτύχει, η κληρονομιά του δεν θα είναι μόνο η αποτυχία των κεντρώων πολιτικών του, αλλά και η πιθανή κατάρρευση της γαλλικής οικονομίας, με συνέπειες που θα αντηχήσουν σε ολόκληρη την Ευρώπη.