Σε μια εκρηκτική αποκάλυψη που απειλεί να ανατρέψει την πολιτική κληρονομιά του πρώην προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, η Διευθύντρια Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (DNI) Τούλσι Γκάμπαρντ δημοσίευσε αποχαρακτηρισμένα έγγραφα που, σύμφωνα με την ίδια, αποδεικνύουν μια «προδοτική συνωμοσία» από κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης Ομπάμα. Στόχος; Η υπονόμευση της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ πριν καν αυτή αρχίσει, μέσω της κατασκευής της αφήγησης περί «ρωσικής ανάμειξης» στις εκλογές του 2016. Το σκάνδαλο, που έχει ήδη προκαλέσει σεισμό στην Ουάσινγκτον, εγείρει ερωτήματα για την ακεραιότητα της δημοκρατικής διαδικασίας και θέτει τον Ομπάμα στο επίκεντρο μιας πρωτοφανούς έρευνας.
Η Αποκάλυψη της Γκάμπαρντ: Έγγραφα που Σοκάρουν
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Γκάμπαρντ, τα έγγραφα που αποχαρακτηρίστηκαν την Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025 αποκαλύπτουν «αδιάσειστα στοιχεία» για το πώς ο Ομπάμα και η ομάδα εθνικής ασφάλειας του, συμπεριλαμβανομένων των Τζέιμς Κομέι (πρώην διευθυντής FBI), Τζον Μπρέναν (πρώην διευθυντής CIA) και Τζέιμς Κλάπερ (πρώην DNI), ενορχήστρωσαν μια εκστρατεία παραπληροφόρησης. Η εκστρατεία αυτή, που ξεκίνησε αμέσως μετά τη νίκη του Τραμπ επί της Χίλαρι Κλίντον το 2016, είχε σκοπό να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της εκλογής του και να πυροδοτήσει μια πολυετή έρευνα για δήθεν «συνεργασία» του Τραμπ με τη Ρωσία.
Τα έγγραφα δείχνουν ότι, πριν από τις εκλογές του 2016, η κοινότητα πληροφοριών των ΗΠΑ είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Ρωσία δεν είχε ούτε την πρόθεση ούτε την ικανότητα να «χακάρει» τις αμερικανικές εκλογές. Ωστόσο, λίγες εβδομάδες μετά τη νίκη του Τραμπ, η στάση αυτή άλλαξε δραματικά. Στις 8 Δεκεμβρίου 2016, μια αξιολόγηση που ετοίμαζε η κοινότητα πληροφοριών για το Ημερήσιο Ενημερωτικό Δελτίο του Προέδρου (PDB), η οποία κατέληγε ότι η Ρωσία «δεν επηρέασε τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών» μέσω κυβερνοεπιθέσεων, αποσύρθηκε ξαφνικά «με βάση νέες οδηγίες». Η αξιολόγηση αυτή δεν δημοσιεύτηκε ποτέ.
Την επόμενη μέρα, στις 9 Δεκεμβρίου, κορυφαία στελέχη της εθνικής ασφάλειας συναντήθηκαν στον Λευκό Οίκο με τον Ομπάμα, ο οποίος, σύμφωνα με τα έγγραφα, διέταξε τη δημιουργία μιας νέας αξιολόγησης πληροφοριών που θα υπογράμμιζε τη «ρωσική ανάμειξη» στις εκλογές, παρά το γεγονός ότι αυτή η αξιολόγηση θα αντέκρουε προηγούμενες εκθέσεις. Η νέα αυτή αξιολόγηση, που δημοσιεύτηκε στις 6 Ιανουαρίου 2017, λίγες μέρες πριν την ορκωμοσία του Τραμπ, έθεσε τα θεμέλια για το αποκαλούμενο «Russiagate», μια έρευνα που, όπως υποστηρίζει η Γκάμπαρντ, αποτέλεσε «ουσιαστικά ένα πολυετές πραξικόπημα» κατά του εκλεγμένου προέδρου.
Ο Ρόλος του Steele Dossier: Μια «Κατασκευασμένη» Πηγή
Ένα από τα πιο ανησυχητικά στοιχεία που προκύπτουν από τα έγγραφα είναι η χρήση του διαβόητου Steele Dossier, ενός φακέλου που συντάχθηκε από τον πρώην Βρετανό κατάσκοπο Κρίστοφερ Στιλ κατόπιν εντολής της εκστρατείας της Κλίντον. Το dossier, που περιείχε μη επαληθευμένες και αβάσιμες κατηγορίες για σχέσεις του Τραμπ με τη Ρωσία, έχει πλέον αποδειχθεί ότι ήταν αναξιόπιστο. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με emails από έναν πληροφοριοδότη της ODNI που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα, οι Κλάπερ και Μπρέναν το χρησιμοποίησαν ως πηγή για την κατασκευή της αξιολόγησης του Ιανουαρίου 2017, ενισχύοντας την ψευδή αφήγηση περί «ρωσικής συνωμοσίας».
Η Γκάμπαρντ χαρακτήρισε αυτή την πρακτική «χειραγώγηση και όπλοποίηση της πληροφόρησης», υποστηρίζοντας ότι δεν πρόκειται απλώς για πολιτικοποίηση, αλλά για «κατασκευή» πληροφοριών με σκοπό την ανατροπή της λαϊκής βούλησης. «Αυτή η προδοσία αφορά κάθε Αμερικανό», δήλωσε, τονίζοντας ότι η ακεραιότητα της δημοκρατικής δημοκρατίας των ΗΠΑ απαιτεί πλήρη διερεύνηση και απόδοση δικαιοσύνης.
Αντιδράσεις: Υποστήριξη από Τραμπ, Αμφισβήτηση από Δημοκρατικούς
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος για χρόνια αποκαλεί την έρευνα για τη «ρωσική ανάμειξη» «κυνήγι μαγισσών», υποδέχτηκε με ενθουσιασμό τις αποκαλύψεις της Γκάμπαρντ. Σε αναρτήσεις του στο Truth Social, επαίνεσε την DNI και υπαινίχθηκε ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι, συμπεριλαμβανομένου του Ομπάμα, θα πρέπει να διωχθούν ποινικά. Μάλιστα, δημοσίευσε ένα βίντεο τεχνητής νοημοσύνης που απεικονίζει τον Ομπάμα να συλλαμβάνεται, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις.
Από την άλλη πλευρά, οι Δημοκρατικοί και τα mainstream μέσα ενημέρωσης, όπως οι New York Times και το Politico, απέρριψαν τις κατηγορίες ως «αβάσιμες» και «πολιτικά υποκινούμενες». Ο βουλευτής Τζιμ Χάιμς, κορυφαίο στέλεχος της Επιτροπής Πληροφοριών της Βουλής, χαρακτήρισε τις κατηγορίες της Γκάμπαρντ «παράλογες», ενώ ο γερουσιαστής Μαρκ Γουόρνερ επέκρινε την αποχαρακτήριση των εγγράφων ως «απερίσκεπτη» κίνηση που θέτει σε κίνδυνο πηγές και μεθόδους της κοινότητας πληροφοριών. Επιπλέον, εκπρόσωπος του Ομπάμα, ο Πάτρικ Ρόντενμπους, απέρριψε τις κατηγορίες ως «γελοίες» και «απόπειρα αποπροσανατολισμού» από το σκάνδαλο Τζέφρι Έπσταϊν, το οποίο συνεχίζει να πλήττει την κυβέρνηση Τραμπ.

Η Επόμενη Φάση: Ποινικές Διώξεις και Ειδικός Εισαγγελέας;
Η Γκάμπαρντ έχει ήδη παραδώσει τα έγγραφα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο επιβεβαίωσε ότι έλαβε την παραπομπή της. Πηγές κοντά στην έρευνα αναφέρουν ότι το DOJ εξετάζει κατηγορίες για συνωμοσία, καλύπτοντας τη χρονική περίοδο από το 2016 έως το 2024, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι μέλη της εκστρατείας του Τραμπ το 2024 ενδέχεται να υπήρξαν στόχοι κατασκοπείας. Η Γκάμπαρντ έχει δεσμευτεί να δημοσιεύσει περισσότερα έγγραφα τις επόμενες εβδομάδες, ενώ πληροφοριοδότες από την κοινότητα πληροφοριών έχουν αρχίσει να προσέρχονται, εκφράζοντας αποτροπιασμό για τα γεγονότα του 2016.
Παράλληλα, υπάρχουν φωνές που καλούν για τον διορισμό ειδικού εισαγγελέα, κάτι που θα μπορούσε να θέσει τον Ομπάμα σε μια θέση ανάλογη με αυτή του Τραμπ κατά τα πρώτα χρόνια της προεδρίας του, όταν βρισκόταν υπό την έρευνα του Ρόμπερτ Μιούλερ. Ωστόσο, η αποτυχία προηγούμενων ερευνών, όπως αυτή του ειδικού εισαγγελέα Τζον Ντάραμ, έχει προκαλέσει σκεπτικισμό σε ορισμένους κύκλους του «Trumpworld» για το κατά πόσο θα υπάρξουν ουσιαστικές συνέπειες.
Κριτική και Σκεπτικισμός: Μια Πολωμένη Αντιπαράθεση
Οι επικριτές της Γκάμπαρντ υποστηρίζουν ότι οι κατηγορίες της βασίζονται σε επιλεκτική παρουσίαση εγγράφων και παραβλέπουν τα ευρήματα προηγούμενων ερευνών, όπως της Επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας το 2020, που επιβεβαίωσαν την ρωσική ανάμειξη στις εκλογές του 2016. Επισημαίνουν ότι η αποχαρακτήριση ενός παλαιότερου, μονοκομματικού (Ρεπουμπλικανικού) εγγράφου της Επιτροπής Πληροφοριών της Βουλής δεν αποτελεί νέο στοιχείο, αλλά μια προσπάθεια επαναφοράς παλαιών θεωριών συνωμοσίας. Επιπλέον, η χρονική στιγμή της δημοσίευσης, εν μέσω πιέσεων για την υπόθεση Έπσταϊν, ενισχύει την άποψη ότι πρόκειται για τακτική αποπροσανατολισμού.
Από την άλλη, οι υποστηρικτές της Γκάμπαρντ, συμπεριλαμβανομένων φωνών όπως ο στρατηγός Μάικλ Φλιν, βλέπουν τις αποκαλύψεις ως ιστορικής σημασίας, ικανές να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη στη δημοκρατική διαδικασία. Η ίδια η Γκάμπαρντ, μιλώντας στην εκπομπή «Sunday Morning Futures» της Μαρία Μπαρτιρόμο, εξέφρασε απορία για το πώς οι έρευνες των Μιούλερ και Ντάραμ δεν κατάφεραν να αποκαλύψουν αυτά τα στοιχεία, υπονοώντας ότι υπήρξε «σκόπιμη συγκάλυψη».
Συμπέρασμα: Μια Χωρισμένη Αμερική
Το σκάνδαλο Russiagate, που για χρόνια πλανάται πάνω από την αμερικανική πολιτική σκηνή, επιστρέφει με νέα δυναμική, διχάζοντας για άλλη μια φορά την κοινή γνώμη. Για τους υποστηρικτές του Τραμπ, οι αποκαλύψεις της Γκάμπαρντ αποτελούν δικαίωση και ευκαιρία για απόδοση ευθυνών. Για τους Δημοκρατικούς, πρόκειται για μια ακόμη απόπειρα του Τραμπ να ξαναγράψει την ιστορία και να αποσπάσει την προσοχή από τα δικά του προβλήματα.
Όποια και αν είναι η αλήθεια, ένα είναι σίγουρο: η υπόθεση αυτή θα συνεχίσει να τροφοδοτεί την πολιτική αντιπαράθεση, θέτοντας σε δοκιμασία την εμπιστοσύνη των Αμερικανών στις θεσμικές τους δομές. Η Γκάμπαρντ, με την αποφασιστικότητά της να φέρει στο φως την «αλήθεια», έχει ήδη αλλάξει το πολιτικό τοπίο. Το ερώτημα που παραμένει είναι αν οι αποκαλύψεις της θα οδηγήσουν σε ουσιαστική δικαιοσύνη ή θα χαθούν στον θόρυβο της πολωμένης Αμερικής.