Η Γαλλία βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή, με το πρόσφατο «μνημόνιο» περικοπών που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού να πυροδοτεί έντονες αντιδράσεις και να ενισχύει το πολιτικό έδαφος για την ακροδεξιά ηγέτιδα Μαρίν Λεπέν. Το δημοσιονομικό πρόγραμμα, που παρουσιάστηκε στις 15 Ιουλίου 2025, φέρνει τη Γαλλία αντιμέτωπη με μια νέα εποχή λιτότητας, η οποία, αντί να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ κυβέρνησης και πολιτών, φαίνεται να διευρύνει την απογοήτευση και να ανοίγει τον δρόμο για μια δραματική αλλαγή στο προεδρικό μέγαρο το 2027. Το παρόν άρθρο εξετάζει τα μέτρα του μνημονίου, την αποτυχία της διακυβέρνησης Μακρόν και την αναπόφευκτη, όπως φαίνεται, άνοδο της Λεπέν στην εξουσία.
Τα Μέτρα του «Μνημονίου» Μπαϊρού: Μια Συνταγή Λιτότητας
Ο Φρανσουά Μπαϊρού, με το σύνθημα «η στιγμή της αλήθειας», παρουσίασε έναν προϋπολογισμό για το 2026 που στοχεύει στην εξοικονόμηση 40 δισεκατομμυρίων ευρώ, με σκοπό τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος από 5,8% του ΑΕΠ το 2024 σε 4,6%. Τα βασικά μέτρα περιλαμβάνουν:
- Πάγωμα κοινωνικών δαπανών: Περιορισμοί στις δαπάνες για κοινωνικές παροχές, που πλήττουν κυρίως τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού.
- Περικοπές στη δημόσια υγεία: Μείωση 5 δισεκατομμυρίων ευρώ στον προϋπολογισμό της υγείας, εγείροντας ανησυχίες για την ποιότητα των υπηρεσιών σε νοσοκομεία και κλινικές.
- Κατάργηση αργιών: Η αφαίρεση δύο εθνικών αργιών, συμπεριλαμβανομένης της 8ης Μαΐου, που τιμά τη νίκη κατά του ναζισμού, προκάλεσε έντονη κριτική, με την γενική γραμματέα των Οικολόγων, Μαρίν Τοντλιέ, να χαρακτηρίζει την απόφαση «ντροπή» και «υποταγή στο μακρονικό χάος».
- Αύξηση φόρων: Σχεδόν 20 δισεκατομμύρια ευρώ σε νέους φόρους και περικοπές, που επιβαρύνουν κυρίως τη μεσαία τάξη και τις επιχειρήσεις.
- Απουσία μεταρρυθμίσεων σε καίριους τομείς: Καμία εξοικονόμηση από το κόστος της μετανάστευσης, τις επιδοτήσεις ενέργειας ή τη γραφειοκρατία σε νοσοκομεία και σχολεία, όπως επεσήμανε η Μαρίν Λεπέν.
Αυτά τα μέτρα, που χαρακτηρίστηκαν από την αντιπολίτευση ως «κοινωνικός και οικονομικός κατήφορος», έρχονται σε μια στιγμή που η Γαλλία βιώνει ήδη πολιτική αστάθεια, με την κυβέρνηση μειοψηφίας του Μπαϊρού να κρέμεται από μια κλωστή μετά την κατάρρευση της προηγούμενης κυβέρνησης το Δεκέμβριο του 2024. Η σύγκριση του Μπαϊρού με την ελληνική κρίση χρέους, όπου η Ελλάδα αναγκάστηκε να εφαρμόσει σκληρά μέτρα λιτότητας, μόνο ενίσχυσε την αίσθηση ότι η Γαλλία οδεύει προς μια παρόμοια πορεία, με δραματικές κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες.
Η Αποτυχία Μακρόν: Ένα Πολιτικό Φιάσκο
Η διακυβέρνηση του Εμανουέλ Μακρόν, που ξεκίνησε το 2017 με υποσχέσεις για μεταρρύθμιση και ανανέωση, έχει εξελιχθεί σε μια σειρά από χαμένες ευκαιρίες και πολιτικά λάθη. Η απώλεια της απόλυτης πλειοψηφίας στις βουλευτικές εκλογές του 2022, η βαριά ήττα στις ευρωεκλογές του 2024 και η κατάρρευση της κυβέρνησης το Δεκέμβριο του ίδιου έτους αποτυπώνουν την αποδυνάμωση του προεδρικού μπλοκ.
Η απόφαση του Μακρόν να προκηρύξει πρόωρες εκλογές το 2024, μετά την εκλογική επιτυχία της Λεπέν στις ευρωεκλογές, αποδείχθηκε καταστροφική. Παρά την ήττα του Εθνικού Συναγερμού (RN) στον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών, χάρη στη συμμαχία της αριστεράς και των κεντρώων, η πολιτική του κίνηση ενίσχυσε την πόλωση και αποδυνάμωσε περαιτέρω τη θέση του. Η εικόνα ενός «απόμακρου και αυταρχικού» ηγέτη, όπως τον χαρακτήρισε το Capital, ενισχύθηκε από τη χρήση εκτελεστικών εξουσιών για να παρακάμψει την Εθνοσυνέλευση, αποξενώνοντας ακόμη περισσότερο τους πολίτες.
Η οικονομική διαχείριση της κυβέρνησης Μακρόν έχει επίσης δεχθεί σφοδρή κριτική. Η Μαρίν Λεπέν κατηγόρησε τον πρόεδρο και τον Μπαϊρού για «επτά χρόνια καταστροφικής σπατάλης», υποστηρίζοντας ότι τα νέα μέτρα δεν αντιμετωπίζουν τη ρίζα του προβλήματος, όπως το κόστος της μετανάστευσης ή τις επιδοτήσεις στην ενέργεια. Η αύξηση του ελλείμματος στο 5,8% του ΑΕΠ το 2024, σε συνδυασμό με την απουσία ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων, έχει δημιουργήσει ένα «βαθύ αίσθημα εγκατάλειψης» στους πολίτες, όπως σημείωσε ο οικονομολόγος Γκαμπριέλ Ζουκμάν, τροφοδοτώντας την άνοδο της ακροδεξιάς.
Η Αναπόφευκτη Άνοδος της Λεπέν: Θέμα Χρόνου
Η Μαρίν Λεπέν και ο Εθνικός Συναγερμός (RN) έχουν εκμεταλλευτεί με μαεστρία την απογοήτευση των Γάλλων. Η επιτυχία του RN στις ευρωεκλογές του 2024, με ποσοστό 32,4%, και η ισχυρή παρουσία του στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών του ίδιου έτους (33%) αποδεικνύουν τη δυναμική του κόμματος. Παρά την ήττα στον δεύτερο γύρο, η Λεπέν και ο νεαρός πρόεδρος του RN, Ζορντάν Μπαρντελά, έχουν καταφέρει να παρουσιάσουν το κόμμα ως μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση, απομακρυνόμενοι από το ακραίο παρελθόν του και εστιάζοντας σε οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα.
Η τρέχουσα κρίση του «μνημονίου» Μπαϊρού αποτελεί το τέλειο έδαφος για την περαιτέρω ενίσχυση της Λεπέν. Η απειλή της για πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης, όπως αναφέρθηκε σε πολλαπλές πηγές, υπογραμμίζει την αποφασιστικότητά της να εκμεταλλευτεί την πολιτική αστάθεια. Η δυσαρέσκεια για τα μέτρα λιτότητας, σε συνδυασμό με την απουσία πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση, καθιστά πιθανή την κατάρρευση της κυβέρνησης, ανοίγοντας τον δρόμο για νέες εκλογές πριν από το 2027.
Επιπλέον, η εσωτερική δυναμική του RN, με τη νεανική φιγούρα του Μπαρντελά να συμπληρώνει τη βετεράνο Λεπέν, ενισχύει την ελκυστικότητα του κόμματος. Παρά τις εσωτερικές τριβές που αναφέρει το Politico, η Λεπέν παραμένει ο «φυσικός υποψήφιος» για την προεδρία, ενώ ο Μπαρντελά φαίνεται να προετοιμάζεται για τον ρόλο του πρωθυπουργού. Η στρατηγική τους να επικεντρωθούν σε οικονομικές ανησυχίες, όπως η αγοραστική δύναμη και η δημοσιονομική δικαιοσύνη, έχει απήχηση σε μια κοινωνία που αισθάνεται εγκαταλελειμμένη από το κατεστημένο.
Συμπέρασμα: Η Αλλαγή στο Προεδρικό Μέγαρο
Η Γαλλία βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Τα μέτρα λιτότητας του Μπαϊρού, η αποδυνάμωση του Μακρόν και η πολιτική αστάθεια δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα που ευνοεί την άνοδο της Μαρίν Λεπέν. Με τη θητεία του Μακρόν να λήγει το 2027 και την απουσία ισχυρού αντιπάλου, η κατάληψη του προεδρικού μεγάρου από τον Εθνικό Συναγερμό φαντάζει πλέον θέμα χρόνου. Η Λεπέν έχει καταφέρει να μετατρέψει την οργή των πολιτών σε πολιτικό κεφάλαιο, και αν η κυβέρνηση συνεχίσει να παραπαίει, το 2027 μπορεί να σημάνει την αρχή μιας νέας, ακροδεξιάς εποχής για τη Γαλλία.